Ένα παλικάρι
Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, (δις)
τ’ άρματα του δώσαν για τον πόλεμο. (δις)
Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε, (δις)
στα μισά του δρόμου νερό δίψασε. (δις)
Έσκυψε να πιεί νερό στο Γιούλ – μπαξέ, (δις)
εκεί μία σφαίρα τον ελάβωσε. (δις)
Πήγαιν’ πες στη μανα μ’ την μπαμπόγρια (δις)
και στην αδερφή μου την καλόγρια. (δις)
Θέλει ας βάλει μαύρα, θέλει ας παντρευτεί, (δις)
μένα με σκοτώσανε στο Γιούλ – μπαξέ. (δις)